ἀνάρθρων

ἀνάρθρων
ἄναρθρος
not differentiated
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίνγκουλα — και λινγκούλη, η 1. ζωολ. είδος βραχιονοπόδων 2. (παλαιοντ.) γένος και ομάδα απολιθωμένων άναρθρων βραχιονοπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lingula < νεολατ. lingula < λατ. lingula (< lingua «γλώσσα» + ula)] …   Dictionary of Greek

  • λινγκουλέλλα — η (παλαιοντ.) γένος απολιθωμένων άναρθρων βραχιονοπόδων που έζησαν στην περίοδο τού καμβρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lingulella < νεολατ. lingulella (< lingula* + κατάλ. ella)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”